Υποχρέωση αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας από φυσικοθεραπευτές (Ν.5172/2025)
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του Νόμου 3500/2006 (Α`232), όπως αυτές διαμορφώθηκαν με το άρθρο 20 του Νόμου 5172/2025 (ΦΕΚ A' 10/29-01-2025), «Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, επιμελητής, προπονητής, φυσικοθεραπευτής, φαρμακοποιός ή ιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο ενδείξεις διάπραξης σε βάρος ανηλίκου εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ο φαρμακοποιός ή ο φυσικοθεραπευτής που, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διαπιστώνει ενδείξεις διάπραξης σε βάρος ενηλίκου εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, καθώς, επίσης, και ο ιατρός που διαπιστώνει τέτοιες ενδείξεις, με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης του ενηλίκου. Η υποχρέωση ισχύει ανεξαρτήτως ύπαρξης επαγγελματικού απορρήτου. Η αναφορά υποβάλλεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά ή προφορικά και συντάσσεται σχετική έκθεση. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, μπορεί να υποβληθεί αναφορά τηλεφωνικά, η οποία καταχωρείται σε σχετικό αρχείο της Ελληνικής Αστυνομίας, και ακολούθως υποβάλλεται και κατά το προηγούμενο εδάφιο».
Εξάλλου, σύμφωνα με τις αμέσως επόμενες παραγράφους 2 και 2Α του άρθρου 23 του Νόμου 3500/2006, «2. Τα πρόσωπα της παρ. 1, που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά.
2. Α. Τα πρόσωπα της παρ. 1 καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο».
Με τις ανωτέρω διατάξεις διευρύνεται επί της ουσίας ο κύκλος των προσώπων εκείνων – επαγγελματιών που έχουν υποχρέωση αναφοράς εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας με την ένταξη των φαρμακοποιών και των φυσιοθεραπευτών.
Σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση, «Με την προτεινόμενη ρύθμιση στο άρθρο 23 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), οριοθετείται στο επίπεδο της πιθανολόγησης βάσει ενδείξεων, η αντίληψη των επαγγελματιών, οι οποίοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους πληροφορούνται ή διαπιστώνουν με οποιονδήποτε τρόπο διάπραξη σε βάρος ανηλίκου εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας. Επιπλέον, στην κατηγορία των υπόχρεων αναφοράς επαγγελματιών επί ενηλίκων θυμάτων, εντάσσονται πέραν των ιατρών και οι φαρμακοποιοί και φυσιοθεραπευτές. Σημειωτέον, ότι πρόβλεψη ειδικά για τους επαγγελματίες υγείας υπάρχει στην παρ. 4 του άρθρου 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας, ενώ η πράξη έχει αναδείξει ότι, συχνότατα, το θύμα καταφεύγει προς αναζήτηση άμεσης βοήθειας σε φαρμακοποιό, χωρίς προηγούμενη ιατρική επίσκεψη. Επιπλέον, διευκρινίζεται πως έναντι της υποχρέωση καταγγελίας, κάμπτεται το όποιο επαγγελματικό απόρρητο και, τέλος, προβλέπεται ο τρόπος υποβολής της αναφοράς, ο οποίος δύνανται να είναι έγγραφος, ηλεκτρονικός ή και προφορικός, με σύνταξη σχετικής έκθεσης, και σε κατεπείγουσες περιπτώσεις τηλεφωνικός, με καταχώριση του περιεχομένου της κλήσης σε οικείο αρχείο της Ελληνικής Αστυνομίας».
Οι παραπάνω διατάξεις δεν συνοδεύονται από κάποια εξουσιοδοτική διάταξη, με την οποία να προβλέπεται η έκδοση υπουργικής απόφασης για την εξειδίκευση των ζητημάτων που τυχόν ανακύπτουν.
Ως εκ τούτου το μοναδικό σημείο αναφοράς παραμένουν οι ίδιες οι διατάξεις, που ομιλούν περί υποχρέωσης άμεσης αναφοράς στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (αστυνομική αρχή, εισαγγελική αρχή) κάθε ένδειξης διάπραξης σε βάρος ενηλίκου εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας.
Ο νόμος ομιλεί περί ενδείξεων, οπότε δεν απαιτείται να παρέχεται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκούν οι ενδείξεις.
Η υποβολή της αναφοράς γίνεται εγγράφως ή και προφορικώς, ωστόσο θα πρέπει να προτιμάται ο έγγραφος τύπος, που παρέχει ισχυρότερη απόδειξη περί της υποβολής της αναφοράς.
Κατά τα λοιπά ο νόμος δεν προβλέπει ρητώς κάποια μορφή κύρωσης σε βάρος του επαγγελματία που παραβιάζει την εν λόγω υποχρέωση. Βέβαια, εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις κατά την κρίση του μέσου κοινωνού ανθρώπου – επαγγελματία του χώρου της υγείας, τότε η παραβίαση της συγκεκριμένης υποχρέωσης θα μπορεί να επισύρει την ευθύνη του επαγγελματία.
Σημειώνεται, τέλος, ότι οι επαγγελματίες που αναφέρουν έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανηλίκου καλύπτονται από το ακαταδίωκτο, ως εγγύηση της εκπλήρωσης της δικής τους υποχρέωσης αναφοράς.
ΓΙΑ ΤΟ Κ.Δ.Σ. ΤΟΥ Π.Σ.Φ. | |
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ | Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
ΛΥΜΠΕΡΙΔΗΣ ΠΕΤΡΟΣ | ΧΑΛΑΡΗ ΕΥΘΥΜΙΑ |